- Εύανδρο
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 40 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριπόλεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δηιδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα που αναφέρεται και με το όνομα Πύρρα. Όταν ο Αχιλλέας ήταν ακόμα νέος, ο πατέρας του τον έστειλε στα ανάκτορα του πατέρα της Δ. και βασιλιά της Σκύρου, Λυκομήδη, όπου ανατράφηκε… … Dictionary of Greek
Ηγησίνους — (3ος; – 2ος αι. π.Χ.).Γραμματικός που καταγόταν από την Πέργαμο και διαδέχθηκε τον Εύανδρο στη διεύθυνση της Νέας Ακαδημίας της Αθήνας … Dictionary of Greek
Λακύδης — (2ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρήνη. Διαδέχθηκε τον Αρκεσίλαο στη διεύθυνση της σχολής της Μέσης Ακαδημίας. Είχε πολλούς μαθητές, όπως τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο, τον Εύανδρο και πιθανώς τον Χρύσιππο. Ο Άτταλος ο Φιλομήτωρ, βασιλιάς της… … Dictionary of Greek
Λατίνοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Κατοικούσαν στην περιοχή Latium vetus, η οποία αντιστοιχεί στην περιφέρεια που ορίζεται από τον κάτω ρου του Τίβερη, από τα όρη Κορνικολάνι και Πρενεστίνι και από τους Αλβανούς Λόφους. Πιθανολογείται ότι… … Dictionary of Greek